- μεσόφωνος
- η муз. меццо-сопрано
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσόφωνος — Γυναικεία φωνή, της οποίας η έκταση βρίσκεται ανάμεσα στην υψίφωνο (σοπράνο) και στη βαρύφωνο (άλτο)· το βάθος της μ. ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκείνο της μετζοσοπράνο. Η μ. χωρίζεται σε δύο τύπους, στον συνήθη και στον –αρκετά πιο… … Dictionary of Greek
βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσοφωνία — και μισοφωνία, η 1. το φορητό αρμόνιο 2. (κατ επεκτ.) η φυσαρμόνικα και ιδίως αυτή που έχει και τους ενδιάμεσους φθόγγους τής φυσικής κλίμακας, το ακορντεόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσόφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο Ημερολόγιον Αττικόν] … Dictionary of Greek
μετζοσοπράνο — η γυναικεία φωνή που είναι βαθύτερη από τη φωνή τής σοπράνο και υψηλότερη από τη φωνή τής άλτο, αλλ. μεσόφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mezzosoprano < mezzo «μισό» + soprano (βλ. λ. σοπράνο)] … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
Αλμπόνι, Μαριέτα — (Marietta Alboni, Καστέλο, Ιταλία 1826 – Βιλ ντ’ Αβρέ, Γαλλία 1894). Ιταλίδα τραγουδίστρια. Διάσημη μεσόφωνος, που εμφανίστηκε με μεγάλη επιτυχία στη Σκάλα του Μιλάνου με την όπερα Λουκρητία Βοργία, σε ηλικία 17 ετών. Ήταν μαθήτρια του Μπερτολότι … Dictionary of Greek
Άντερσον, Μάριαν — (Marian Anderson, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ 1897 – 1993). Αμερικανίδα μεσόφωνος. Μικρή τραγουδούσε σε χορωδία Βαπτιστών. Το 1925, ύστερα από έναν επιτυχή διαγωνισμό, εξασφάλισε μία εμφάνιση με τη φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, εγκαινιάζοντας έτσι τη… … Dictionary of Greek
Λευκάδα — I Νησί (303 τ. χλμ., 20.751 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, Β της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης και πολύ κοντά στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας, από την οποία τη χωρίζει στενός (25 μ.) τεχνητός δίαυλος (διώρυγα της Λ. ή Αλεξάνδρου). Η Λ. είναι το τέταρτο σε … Dictionary of Greek
Μπάλτσα, Αγνή — (Λευκάδα 1944 –). Μεσόφωνος. Σπούδασε μουσική στο Ελληνικό Ωδείο της Αθήνας και στις Μουσικές Ακαδημίες του Μονάχου (με υποτροφία «Μαρία Κάλλας») και της Βιέννης. Έκανε επίσης σπουδές υποκριτικής και Γερμανικής Φιλολογίας. Έχει εμφανιστεί στα… … Dictionary of Greek
Στολτς — (Stolz). Επώνυμο δύο αοιδών. 1. Ροζίνα. Γαλλίδα μεσόφωνος(1815 1903). Το πραγματικό της όνομα ήταν Βικτωρίνη Νοέλ (Noël). Χρησιμοποιούσε και τα ψευδώνυμα Τερνώό (Ternaux) και Ελοΐζ (Heloise). Διετέλεσε μόνιμο στέλεχος του μελοδράματος του… … Dictionary of Greek